Καλοήθης υπερπλασία του προστάτη ονομάζεται η αύξηση του προστάτη αδένα. Η αύξηση του μεγέθους του προστάτη συχνά συμπιέζει το τοίχωμα της ουρήθρας προκαλώντας διαταραχές στην ούρηση. Δεν έχει σχέση με τον καρκίνο του προστάτη, ο οποίος δυστυχώς δεν δίνει έγκαιρα συμπτώματα. Είναι εξαιρετικά συχνή πάθηση.

Συμπτώματα της πάθησης

  • Συχνουρία
  • Νυκτουρία
  • Επιτακτική ούρηση
  • Ακράτεια από έπειξη
  • Μείωση ροής ούρων
  • Δυσκολία στην έναρξη της ούρησης
  • Διακοπτόμενη ούρηση
  • Απώλεια σταγόνων ούρων μετά το τέλος της ούρησης
  • Αίσθημα ατελούς κένωσης της κύστης
  • Πλήρης αδυναμία ούρησης
  • Πόνος στην κύστη κυρίως κατά την ούρηση

Διάγνωση της πάθησης

Η διάγνωση θα ξεκινήσει με τη λήψη του ιατρικού ιστορικού. Ακολουθεί η κλινική εξέταση που περιλαμβάνει τη δακτυλική εξέταση του προστάτη, που γίνεται από τον πρωκτό. Είναι βασική εξέταση, αφού δίνει τις πρώτες πληροφορίες για το μέγεθος του αδένα, τη σύστασή του και πιθανή υποψία για σκληρία στη σύσταση του προστάτη, σημείο ύποπτο για συνύπαρξη καρκίνου του προστάτη. Επίσης γίνεται μέτρηση της ροής των ούρων, καθώς επίσης και μέτρηση της ποσότητας ούρων που μένουν στην κύστη μετά την ούρηση. Η πιο λεπτομερής εκτίμηση του προστάτη γίνεται με τη χρήση ειδικής κεφαλής υπερήχων, που εισάγεται από το ορθό, και γι’ αυτό ονομάζεται διορθικό υπερηχογράφημα του προστάτη. Σημαντική είναι και η μέτρηση του PSA. Σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται κυστεοσκόπηση για άμεση όραση της ουρήθρας, του προστάτη και της ουροδόχου κύστης. Τέλος, σε ειδικές περιπτώσεις γίνεται αξονική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας, καθώς και ουροδυναμικός έλεγχος.

Θεραπείες

1. Ενεργητική παρακολούθηση.
2. ‘Ελεγχος των υγρών και περιορισμός τους το βράδυ, ούρηση πριν από την κατάκλιση, αποφυγή καφέ και αλκοόλ, θεραπεία πιθανής δυσκοιλιότητας, έλεγχος των φαρμάκων που χρησιμοποιεί ο ασθενής για άλλες παθήσεις και πιθανώς επιδεινώνουν τα συμπτώματα.
3. Φαρμακευτική αγωγή:
Η πρώτη κατηγορία φαρμάκων που χορηγούνται λέγονται αποκλειστές των α-αδρενεργικών υποδοχέων. Τα φάρμακα αυτά ασκούν την ευεργετική τους δράση στην ούρηση, ενεργοποιώντας και νευρικές οδούς έξω από τον προστάτη. Κύρια παρενέργεια των φαρμάκων αυτών είναι η μικρή πτώση της αρτηριακής πίεσης, που εκδηλώνεται συνήθως ως ζάλη και αδυναμία. Η δεύτερη κατηγορία φαρμάκων είναι οι αναστολείς της 5α-αναγωγάσης, οι οποίοι μειώνουν το μέγεθος του προστάτη. Η συνδυαστική θεραπεία των 2 αυτών κατηγοριών, έχει αποδειχτεί ότι είναι πιο αποτελεσματική στη βελτίωση των συμπτωμάτων, στην πρόληψη της εξέλιξης της νόσου, στην επίσχεση, και συνεπώς στην αποφυγή χειρουργικής επέμβασης.
4. Χειρουργικές θεραπείες:
Γίνονται συνήθως με επισκληρίδια ή ραχιαία αναισθησία, και η βελτίωση των συμπτωμάτων είναι εμφανής αμέσως μετά την επέμβαση. Χωρίζονται στις ανοικτές, δηλαδή με τομή, και στις ενδοσκοπικές, δηλαδή μέσα από ειδικό ενδοσκόπιο που μπαίνει μέσα στην ουρήθρα. Η πιο συχνή διεγχειρητική επιπλοκή είναι η αιμορραγία. Μετεγχειρητικές επιπλοκές αποτελούν οι ουρολοιμώξεις και, σπάνια, η επίσχεση ούρων. Μετά την εγχείρηση οι περισσότεροι άντρες παρατηρούν παλίνδρομη εκσπερμάτιση, δηλαδή, ενώ η στύση και ο οργασμός δεν επηρεάζονται, δεν υπάρχει εκσπερμάτιση. Αυτό συμβαίνει, γιατί ανοίγει ο αυχένας της κύστης και το σπέρμα οδεύει ελεύθερα προς την κύστη. Ακράτεια ούρων παρατηρείται περίπου στο 1% των ασθενών.

Τύποι των επεμβάσεων:

1. Διουρηθρική προστατεκτομή.
2. Ανοικτή προστατεκτομή.
3. Διουρηθρική εξάχνωση του προστάτη.

Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι το δεύτερο πιο συχνό νεόπλασμα του ουροποιογεννητικού συστήματος. Είναι συχνότερος στους άντρες από ό,τι στις γυναίκες.

Παράγοντες κινδύνου

1.Το κάπνισμα αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισής του.
2. Έκθεση σε χημικές ουσίες στον χώρο εργασίας ( βιομηχανικά ελαστικά, βαφές )
3. Η χημειοθεραπεία με κυκλοφωσφαμίδη.
4. Η ακτινοβολία κάτω μέρος της κοιλιάς, π.χ για θεραπεία καρκίνου τραχήλου της μήτρας.

Συμπτώματα:

Τις περισσότερες φορές δεν παρατηρούνται συμπτώματα, εκτός από αιματουρία. Κάποια συμπτώματα του καρκίνου της ουροδόχου κύστης, είναι:

1. Πόνος στην κοιλιά
2. Αδυναμία-καταβολή
3. Απώλεια βάρους
4. Επώδυνη ούρηση
5. Συχνουρία/επιτακτική ούρηση

Διάγνωση:

Αρχικά γίνεται κλινική εξέταση ενώ στη συνέχεια γίνονται κάποιες διαγνωστικές εξετάσεις.

1. Γενική εξέταση ούρων
2. Κυστεοσκόπηση και βιοψία κύστης αν χρειαστεί
3. Κυτταρολογική εξέταση ούρων (για εντοπισμό καρκινικών κυττάρων)
4. Αξονική τομογραφία άνω-κάτω κοιλίας

Σταδιοποίηση:

Α. Επιφανειακός ή μη διηθητικός καρκίνος της κύστης:

Ο καρκίνος περιορίζεται στο επιφανειακό στρώμα του τοιχώματος της κύστης. Αποτελεί την πιο συχνή μορφή κατά τη διάγνωση. Μετά τη χειρουργική αφαίρεση γίνεται παρακολούθηση με κυστεοσκόπηση σε τακτά χρονικά διαστήματα γιατί υπάρχει η τάση να επανεμφανίζεται.

Β. Διηθητικός καρκίνος της κύστης:

Ο καρκίνος έχει προχωρήσει σε πιο βαθιά στρώματα της ουροδόχου κύστης. Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος να δώσει μεταστάσεις σε λεμφαδένες ή σε άλλα όργανα.

Θεραπεία:

Α. Θεραπεία επιφανειακού καρκίνου:

Γίνεται με χειρουργική αφαίρεση μέσω της ουρήθρας. Σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί ότι πρόκειται για επιφανειακό καρκίνο μπορεί συμπληρωματικά να χρειαστεί να γίνει ενδοκυστική χημειοθεραπεία ή ανοσοθεραπεία.

Β. Θεραπεία διηθητικού καρκίνου:

1. Ριζική κυστεκτομή, κατά την οποία αφαιρείται ολόκληρη η ουροδόχος κύστη και ο προστάτης με τις σπερματοδόχους κύστεις στον άντρα, ενώ στις γυναίκες γίνεται αφαίρεση της μήτρας, των εξαρτημάτων και τμήματος του κόλπου. Αν κατά την κυστεκτομή βρεθεί ότι υπάρχει νόσος σε λεμφαδένες, η χημειοθεραπεία κρίνεται απαραίτητη. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστεί να χορηγηθεί πριν από το χειρουργείο.

2. Χημειοθεραπεία σε συνδυασμό με ακτινοβολία εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ο ασθενής αρνείται το χειρουργείο ή η γενική κατάσταση του δεν επιτρέπει το χειρουργείο.

Εμφανίζεται συχνότερα σε άντρες ηλικίας μεταξύ 20-35 ετών. Υπάρχει μία αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου σε άντρες που είχαν κρυψορχία, ιδιαίτερα όταν η κρυψορχία καθυστερήσει να αντιμετωπιστεί χειρουργικά. Κάποιες μελέτες δείχνουν πως οι υπογόνιμοι άντρες αντιμετωπίζουν μία ελαφρά αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του όρχεως.

Συμπτώματα του καρκίνου των όρχεων:

Συνήθως εμφανίζεται μία ψηλαφητή ανώδυνη σκληρία πάνω στον όρχι. Σε κάποιες περιπτώσεις η σκληρία αυτή μπορεί να είναι και επώδυνη. Στις περιπτώσεις όπου ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί, τότε μπορεί να παρουσιαστούν και άλλα συμπτώματα όπως πόνος στην πλάτη ή στην κοιλιά, απώλεια βάρους ή δύσπνοια.

Διάγνωση του καρκίνου των όρχεων:

Γίνεται με την κλινική εξέταση και το υπερηχογράφημα όρχεων. Επίσης γίνονται εξετάσεις αίματος, που βοηθούν στην επιβεβαίωση του καρκίνου των όρχεων (μέτρηση της α-εμβρυϊκής σφαιρίνης (AFP), β ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης (β-hCG) και γαλακτικής αφυδρογονάσης ). Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει καρκίνος των όρχεων, και οι τιμές αυτών των ουσιών στο αίμα να είναι σε φυσιολογικά επίπεδα. Σε περίπτωση όπου επιβεβαιωθεί η ύπαρξη καρκίνου του όρχεως, θα πρέπει να γίνουν επιπλέον εξετάσεις, όπως απλή ακτινογραφία θώρακος, αξονική τομογραφία και ίσως μαγνητική τομογραφία για σταδιοποίηση της νόσου.

Θεραπεία:

Χειρουργική αφαίρεση του όρχεως που πάσχει. Αυτή από μόνη της μπορεί να είναι θεραπευτική, αν ο καρκίνος βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο και δεν έχει εξαπλωθεί. Αν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί πολύ, μπορεί επίσης να χρειαστεί ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία, καθώς επίσης και νέα χειρουργική επέμβαση μετά από αυτές, για να αφαιρεθούν κάποιες καρκινικές μάζες που παρέμειναν στην κοιλιά. Η διάρκεια και το είδος της χημειοθεραπείας εξαρτάται από τον τύπο και το στάδιο του καρκίνου κατά τη διάγνωση.

Πρόγνωση του καρκίνου του όρχεως:

Είναι συνήθως πολύ καλή. Ο καρκίνος των όρχεων, χάρη στην πρόοδο της χημειοθεραπείας, έχει γίνει μία ιάσιμη μορφή καρκίνου σε πάνω από 95% των περιπτώσεων. Και μάλιστα, εάν ο καρκίνος διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί σε πρώιμο στάδιο, η ίαση είναι δεδομένη. Αλλά ακόμη και αν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματος, εξακολουθεί να υπάρχει μία μεγάλη πιθανότητα ίασης και μάλιστα πολύ υψηλότερη συγκριτικά με άλλους τύπους καρκίνου.

Ο καρκίνος του προστάτη είναι ο συχνότερος καρκίνος στους άντρες. Η πάθηση δεν δίνει κανένα σύμπτωμα στα αρχικά στάδια, όπου η νόσος είναι αντιμετωπίσιμη. Έτσι, η έγκαιρη διάγνωση γίνεται μόνο με τον ετήσιο προληπτικό έλεγχο.

Διάγνωση:

Η πρόληψη βασίζεται σε μία απλή εξέταση αίματος (PSA). Σε ηλικίες κάτω των 50 ετών, δεν χρειάζεται, αφού ο καρκίνος του προστάτη είναι σπάνιος σε νεότερους άντρες. Μόνο εάν κάποιος συγγενής πρώτου βαθμού (πατέρας, αδελφός ή τα αδέλφια των γονέων) έχει διαγνωστεί με καρκίνο προστάτη, η εξέταση του PSA έχει νόημα σε ηλικία 40-50 ετών. Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται ανεξάρτητα από συμπτώματα. Τα αυξημένα επίπεδα PSA μπορεί να οφείλονται στον προστατικό καρκίνο, αλλά μπορεί επίσης να σχετίζονται με καλοήθη υπερτροφία προστάτη ή ακόμη και με ουρολοίμωξη ή φλεγμονή του προστάτη (προστατίτιδα). Για τον λόγο αυτόν, πρόσθετες εξετάσεις και ιδιαίτερα η δακτυλική εξέταση του προστάτη είναι πάντα απαραίτητες. Η εξέταση PSA σε ορισμένες περιπτώσεις καρκίνου του προστάτη δείχνει χαμηλές τιμές (περίπου το 1% των καρκίνων).
Δεν υπάρχει κάποια τιμή PSA που να διαχωρίζει το φυσιολογικό από το παθολογικό. Παρόλο που τιμές κάτω από 3 ng/ml θεωρούνται φυσιολογικές, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι τιμές αυτές είναι ενδεικτικές και δεν αποκλείουν καρκίνο. Άντρες, με τιμές PSA πάνω από 10 ng/ml έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να διαγνωστούν με καρκίνο και η βιοψία ενδείκνυται, εκτός αν πρόσφατα είχαν ουρολοίμωξη. Η ηλικία παίζει, επίσης, καθοριστικό ρόλο στην εκτίμηση του ασθενή. Για παράδειγμα, ένας ασθενής 80 ετών με τιμή PSA 2 ή 3 ng/ml, έχει πρακτικά μηδενικές πιθανότητες να πεθάνει από καρκίνο προστάτη, άρα ο επανέλεγχος είναι μάλλον άσκοπος. Σημαντική εξέταση είναι η δακτυλική εξέταση του προστάτη από τον πρωκτό. Αυτή η εξέταση μπορεί να είναι ενοχλητική αλλά συνήθως δεν είναι επώδυνη και διαρκεί πολύ λίγο. Η δακτυλική εξέταση δίνει πληροφορίες για το μέγεθος του αδένα και την πιθανότητα παρουσίας φλεγμονής. Μετά την εξέταση αυτήν, ο ουρολόγος θα κρίνει εάν θα ενδείκνυται η λήψη βιοψιών.

Βιοψία προστάτη:

Γίνεται με τη χρήση ειδικών υπερήχων με ειδική κεφαλή (διορθική), που εισάγεται από τον πρωκτό και απεικονίζει τον αδένα στην οθόνη. Με τη χρήση λεπτής και μακριάς βελόνας, παίρνονται μικρές ποσότητες ιστού από διαφορετικές περιοχές του προστάτη. Η εμπειρία είναι δυσάρεστη, αλλά αποδεκτή με τοπική αναισθησία.

ΕΝΤΟΠΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗ: θεραπευτικές επιλογές

1.Ενεργητική παρακολούθηση/επιτήρηση
2. Χειρουργική (ριζική προστατεκτομή)
3. Ακτινοθεραπεία (βραχυθεραπεία και εξωτερική)

Ενεργητική παρακολούθηση/επιτήρηση σημαίνει συχνός έλεγχος ( 3 με 6 μήνες), και συνιστάται σε ασθενείς συνήθως μεγάλης ηλικίας με ένα μικρό όγκο που δεν είναι πολύ επιθετικός ή σε ασθενείς με μικρό προσδόκιμο επιβίωσης εξαιτίας άλλων σοβαρών προβλημάτων υγείας.

Χειρουργική θεραπεία, δηλαδή ριζική προστατεκτομή μπορεί να γίνει είτε ανοικτά (με τομή) είτε ενδοσκοπικά (λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά). Το ογκολογικό αποτέλεσμα είναι ίδιο.

Η ακτινοθεραπεία του προστάτη στοχεύει στη θανάτωση των καρκινικών κυττάρων και διακρίνεται στην εξωτερική ακτινοβολία και στη βραχυθεραπεία. Πολλές φορές, τα 2 αυτά είδη ακτινοβολιών χρησιμοποιούνται συνδυαστικά.

ΜΗ ΕΝΤΟΠΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗ:  θεραπευτικές επιλογές

Ορμονοθεραπεία

Στόχος της ορμονοθεραπείας είναι να σταματήσει την παραγωγή της τεστοστερόνης ή να την εμποδίζει να φτάσει στον προστάτη. Η ανάπτυξη τόσο των υγιών όσο και των καρκινικών κυττάρων του προστάτη εξαρτάται από την παρουσία της τεστοστερόνης. Αν δεν υπάρχει τεστοστερόνη, τα καρκινικά κύτταρα πεθαίνουν ή αναπτύσσονται πολύ αργά. Η ορμονοθεραπεία έχει κάποιες παρενέργειες, οι οποίες συνήθως είναι καλά ανεκτές. Ενδεικτικά, οι πιο συχνές είναι η στυτική δυσλειτουργία, εξάψεις, οστεοπόρωση, μειωμένη ερωτική επιθυμία και αύξηση του σωματικού βάρους. Όταν χορηγείται για πολλά χρόνια, αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου.

Χημειοθεραπεία

Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται, όταν πλέον τα καρκινικά κύτταρα αποκτήσουν αντοχή στην ορμονοθεραπεία. Η νόσος σε αυτό το στάδιο είναι προχωρημένη και υπάρχουν μεταστάσεις στα οστά με πόνους. Σε αρρώστους με προχωρημένη όμως νόσο, είναι χρήσιμη, τόσο για την παράταση της ζωής όσο και για τη μείωση του πόνου στα οστά. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να συνδυαστεί με εξωτερική ακτινοβολία στα σημεία των οστών όπου υπάρχει έντονος πόνος. Τα φάρμακα που χορηγούνται, σήμερα, έχουν μικρότερη τοξικότητα συγκριτικά με τα παλιότερα, και οι ασθενείς τα ανέχονται σχετικά καλά.

Είναι η διάταση των φλεβών του όρχεως και πρόκειται για φλεβική ανεπάρκεια. Συνήθως παρατηρείται στον αριστερό όρχι, και αυτό οφείλεται σε ανατομικούς λόγους. Σε κάποιους ασθενείς μπορεί να προκαλέσει ήπια συμπτώματα πόνου ή αισθήματος βάρους ή δυσφορίας στον όρχι, να εμποδίσει την ομαλή ανάπτυξη του όρχεως που πάσχει, να επηρεάσει το σπέρμα και συνεπώς τη γονιμότητα. Στην ψηλάφηση του όρχεως, δίνεται η εντύπωση μιας μαλακής μάζας η οποία μειώνεται, όταν ξαπλώσει ο ασθενής, ενώ μεγαλώνει στην όρθια θέση και στην αύξηση της πίεσης μέσα στην κοιλία. Η επιβεβαίωση γίνεται με υπερηχογραφικό έλεγχο.

Ταξινόμηση της κιρσοκήλης

Υποκλινική: Δεν είναι ορατή, ούτε στην ηρεμία ούτε στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, αλλά διαγιγνώσκεται με τον υπερηχογραφικό έλεγχο.

1ου βαθμού: Είναι ψηλαφητή στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης αλλά όχι στην ηρεμία.

2ου βαθμού: Είναι ψηλαφητή στην ηρεμία, αλλά δεν είναι ορατή.

3ου βαθμού: Είναι ορατή στην ηρεμία.

Η κιρσοκήλη εμφανίζεται περίπου στο 12 % των ενήλικων αντρών. Η ακριβής σχέση μεταξύ της αντρικής γονιμότητας και της κιρσοκήλης είναι άγνωστη, αλλά είναι σαφές ότι το σπέρμα βελτιώνεται μετά τη χειρουργική διόρθωσή της, εφόσον γίνει έγκαιρα. Επίσης, φαίνεται ότι η κιρσοκήλη προκαλεί βλάβες στο DNA των σπερματοζωαρίων, οι οποίες αντιστρέφονται μετά την αντιμετώπισή της.

Σε ένα ποσοστό ασθενών, η κιρσοκήλη προκαλεί μία προοδευτική βλάβη των όρχεων, η οποία συνδέεται με υπογονιμότητα. Η χειρουργική αποκατάστασή της μπορεί να είναι αποτελεσματική σε αυτούς τους ασθενείς. Η κιρσοκήλη πρέπει να θεραπεύεται σε:

  • Παιδιά, στα οποία τεκμηριωμένα, με υπερηχογραφικό έλεγχο, φαίνεται πως υπάρχει καθυστέρηση στην ανάπτυξη του όρχεως.
  • Σε άντρες με επηρεασμένο σπέρμα, που έχουν κλινική κιρσοκήλη και υπογονιμότητα για 1 τουλάχιστον χρόνο. Η υπογονιμότητα δεν πρέπει να οφείλεται σε άλλους λόγους.
  • Η υποκλινική κιρσοκήλη δεν πρέπει να χειρουργείται.

Η θεραπεία της κιρσοκήλης είναι χειρουργική, όπου γίνεται διακοπή της κυκλοφορίας των σπερματικών φλεβών. Εναλλακτικά της χειρουργικής θεραπείας, υπάρχει και ο εμβολισμός των σπερματικών φλεβών.

Είναι συγγενής ανωμαλία, κατά την οποία οι όρχεις δεν ακολουθούν τη φυσιολογική κάθοδό τους από την κοιλιά ώστε να βρεθούν στο όσχεο. Αυτό μπορεί να συμβεί στον ένα ή και στους δύο όρχεις. Συμβαίνει περίπου στο 2-5% των νεογέννητων αγοριών. Εμφανίζεται πιο συχνά στα πρόωρα αγόρια. Η κρυψορχία σχετίζεται με κάποια διαταραχή στο ενδοκρινικό σύστημα του εμβρύου, σε συνδυασμό με κάποιες γονιδιακές ανωμαλίες.

Χειρουργική θεραπεία κρυψορχίας

Το ποσοστό επιτυχίας της χειρουργικής θεραπείας ανέρχεται στο 70 έως 90%. Εάν ο όρχις είναι μέσα στην κοιλιά και έχει ατροφήσει, αφαιρείται, γιατί υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσει καρκίνο. Εάν είναι λειτουργικός, τότε μετατοπίζεται κάτω από το δέρμα, ώστε να γίνει εύκολη η παρακολούθησή του μετεγχειρητικά. Η ηλικία, κατά την οποία πρέπει να γίνεται η επέμβαση είναι στα πρώτα δύο χρόνια της ζωής, γιατί αυτό έχει ευεργετική επίδραση στη διατήρηση της γονιμότητας μελλοντικά. Αν η επέμβαση γίνει στην ενήλικη ζωή, ο όρχις, ακόμη και αν έχει ατροφήσει μερικώς, θα πρέπει να διατηρείται, γιατί συνεχίζει να παράγει τεστοστερόνη. Η πιο σημαντική επιπλοκή που μπορεί να συμβεί μετά τη χειρουργική αποκατάσταση, είναι η σταδιακή ατροφία του όρχι. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα πρέπει να γίνεται κατάψυξη σπέρματος, πριν ατροφήσει ο όρχις.

Η νόσος του Peyronie χαρακτηρίζεται από την παρουσία σκληρών πλακών σε κάποιο σημείο στο σώμα του πέους με αποτέλεσμα να προκαλείται κάμψη και γωνίωση του πέους κατά τη στύση. Σε κάποιες περιπτώσεις η κάμψη αυτή είναι τόσο έντονη, ώστε να μην μπορεί να γίνει διείσδυση του πέους. Μπορεί να προσβάλει οποιονδήποτε άντρα, με συχνότερη ηλικία εμφάνισης τα 50 χρόνια.

Επιπτώσεις

Τα συμπτώματα της νόσου είναι ο τοπικός πόνος, ψηλάφηση σκληρών σημείων στο σώμα του πέους και τέλος η κάμψη του. Τα συμπτώματα διαφέρουν σε βαρύτητα και δεν παρατηρούνται σε όλους τους ασθενείς.

Σε πρώτο στάδιο, κάποιοι άντρες αισθάνονται πόνο στο πέος κατά τη στύση, κάτι το οποίο συχνά υποχωρεί χωρίς θεραπεία.

Αργότερα παρατηρείται κάμψη ή γωνίωση του πέους, όταν αυτό βρίσκεται σε στύση, η οποία καταλήγει σε παραμόρφωση του πέους που τις περισσότερες φορές καθιστά τη σεξουαλική επαφή εξαιρετικά δύσκολη ή αδύνατη. Το αισθητικό θέαμα είναι επίσης κακό και επηρεάζει τον άντρα σε σημαντικό βαθμό.

Θεραπευτική αντιμετώπιση

Όταν η κάμψη του πέους είναι τέτοια που εμποδίζει την είσοδο στον κόλπο κατά τη σεξουαλική επαφή, τότε η αντιμετώπιση της νόσου είναι απαραίτητη. Στο πρώτο στάδιο είναι φαρμακευτική, ενώ στο τελικό στάδιο, η αντιμετώπιση είναι μόνο χειρουργική (συνήθως μέσα σε ένα χρόνο).

Φάρμακα

Πολλά φάρμακα έχουν χρησιμοποιηθεί για τη συντηρητική αντιμετώπιση της νόσου του Peyronie αλλά κανένα από αυτά δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό για όλες τις περιπτώσεις. Επίσης, έχουν δοκιμαστεί φάρμακα που χορηγούνται με ενέσεις στο πέος, στο σημείο της πλάκας με μέτρια ή πτωχά αποτελέσματα.

Εγχειρήσεις

Βασική αρχή πριν από τη χειρουργική αντιμετώπιση είναι να έχει σταθεροποιηθεί η βλάβη. Σε αντίθετη περίπτωση, η νόσος θα υποτροπιάσει παρά τον αρχικό ευθειασμό του πέους.

Είναι μία επείγουσα κατάσταση που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση. Ο όρχις περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του πάνω από 180 μοίρες με αποτέλεσμα τη διακοπή της παροχής αίματος προς τον όρχι. Αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και άμεσα τότε προκαλείται νέκρωση και ατροφία του. Πιο συχνά συμβαίνει στα βρέφη, κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής, και σε αγόρια ηλικίας 12-18 ετών, αλλά σπανιότερα μπορεί να συμβεί και σε μεγαλύτερη ηλικία.

Συμπτώματα

Συνήθως ξεκινούν αιφνίδια και τα πιο συχνά είναι:

1. Πολύ δυνατός πόνος στον όρχι, που ξεκινάει ξαφνικά.
2. Πόνος στο κάτω μέρος της κοιλιάς.
3. Ναυτία ή και έμετος.
4. Ερυθρότητα του οσχέου.
5. Διόγκωση του οσχέου.

Αν δεν αντιμετωπιστεί ο ασθενής, ο πόνος αρχίζει να υποχωρεί ύστερα από κάποιες ώρες και αυτό είναι κακό σημάδι νέκρωσης του όρχεως.

Διάγνωση της συστροφής

Το ιστορικό και η εξέταση είναι αρκετά τις περισσότερες φορές, για να θέσουν επαρκώς τη διάγνωση. Το πρόβλημα είναι να διαχωρίσουμε την οξεία φλεγμονή του όρχεως και της επιδιδυμίδας, που έχουν παρόμοια συμπτώματα, από τη συστροφή. Το έγχρωμο υπερηχογράφημα στο όσχεο είναι μία εξέταση που συνήθως μπορεί να επιβεβαιώσει τη διακοπή της αιμάτωσης του οσχέου και να αποκλείσει κάποια φλεγμονή. Όταν όμως υπάρχουν αμφιβολίες για τη διάγνωση, επιβάλλεται να γίνει χειρουργική διερεύνηση του όρχεως.

Πώς αντιμετωπίζεται η συστροφή του όρχεως

Η συστροφή του όρχεως απαιτεί επείγουσα χειρουργική αντιμετώπιση. Αν η συστροφή αντιμετωπιστεί τις πρώτες 5 με 6 ώρες, τα αποτελέσματα είναι πολύ καλά, ενώ αντίθετα, μετά το πέρας 12 -18 ωρών, ο όρχις νεκρώνεται και αφαιρείται. Στο ενδιάμεσο διάστημα, η βιωσιμότητα του όρχεως εκτιμάται από τον ουρολόγο στο χειρουργείο.

Υδροκήλη ονομάζεται η συλλογή υγρού γύρω από τον όρχι. Είναι πολύ συχνή στα νεογνά, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στα μεγαλύτερα αγόρια, καθώς και στους άντρες. Συνήθως, πρόκειται για μία ανώδυνη διόγκωση του ενός ή και των δύο όρχεων , η οποία μπορεί να δημιουργήσει ένα αίσθημα δυσφορίας.

Αίτια δημιουργίας της υδροκήλης

Φλεγμονή ή τραυματισμός του όρχι, καθώς επίσης και μετά από χειρουργείο για κιρσοκήλη, μπορούν να προκαλέσουν υδροκήλη. Τις περισσότερες φορές είναι εντελώς ακίνδυνη αλλά θα πρέπει να αποκλειστεί ότι δεν προκλήθηκε από κάποια πιο σοβαρή πάθηση, όπως φλεγμονή ή καρκίνος των όρχεων. Η διάγνωση της υδροκήλης γίνεται με το ιστορικό και την κλινική εξέταση ενώ σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται ένα υπερηχογράφημα όρχεων, το οποίο θα επιβεβαιώσει τη διάγνωση και θα αποκλείσει άλλες παθήσεις που μπορεί να προκαλέσουν διόγκωση του οσχέου.

Θεραπεία της υδροκήλης

Για τα βρέφη συστήνεται απλή παρακολούθηση, γιατί συνήθως η υδροκήλη εξαφανίζεται μέσα στον πρώτο χρόνο ζωής. Στους ενήλικες η υδροκήλη απαιτεί θεραπεία, μόνο αν είναι αρκετά μεγάλη και προκαλεί δυσφορία, και γίνεται χειρουργικά.

Είναι η κατάσταση κατά την οποία το τμήμα του δέρματος το οποίο καλύπτει τη βάλανο του πέους είναι στενό ή έχει κλείσει. Αυτό έχει ως συνέπεια να μη μπορεί να τραβηχτεί προς τα πίσω, ώστε να αποκαλύπτεται πλήρως η βάλανος όταν το πέος βρίσκεται τόσο σε χάλαση όσο και σε στύση.

Η φίμωση είναι είτε συγγενής (απο τη γέννηση του παιδιού), είτε επίκτητη (εμφανίζεται κάποια στιγμή στη ζωή). Οι χρόνιες φλεγμονές στη βάλανο και στην ακροποσθία καθώς επίσης και ο τραυματισμός κατά τη σεξουαλική πράξη, είναι καταστάσεις που σχετίζονται με την ανάπτυξη φίμωσης.

Η φίμωση μπορεί να προκαλέσει:

  • Υποτροπιάζουσες φλεγμονές της βαλάνου και της ακροποσθίας
  • Πόνο και δυσχέρεια κατά τη σεξουαλική επαφή
  • Επώδυνη στύση
  • Πλήρη απόφραξη της βαλάνου που μπορεί να έχει ως συνέπεια ακόμα και την αδυναμία ούρησης
  • Παραφίμωση

Θεραπεία

Συντηρητική θεραπεία.

Όταν η φίμωση είναι σε αρχικό στάδιο και οφείλεται σε κάποια δερματολογική πάθηση ή φλεγμονή της περιοχής, η χρήση κάποιων αλοιφών μπορεί να έχει καλά αποτελέσματα. Όταν όμως το δέρμα της ακροποσθίας έχει χάσει την ελαστικότητα του και έχει γίνει ουλώδες τα φάρμακα δεν μπορούν να βοηθήσουν και τότε χρειάζεται χειρουργική αντιμετώπιση.

Χειρουργική αντιμετώπιση.

Αφαιρείται το παθολογικό δέρμα και ακολουθεί η πλαστική συρραφή της ακροποσθίας. Συνήθως, γίνεται με τοπική αναισθησία.

Παραφίμωση

Είναι μια επείγουσα κατάσταση κατά την οποία η ακροποσθία παραμένει τραβηγμένη προς τα πίσω χωρίς να μπορεί να επανέλθει στη φυσιολογική θέση. Δημιουργείται μια δακτυλιοειδής περίσφιξη στο πέος το οποίο εμποδίζει τη φυσιολογική κυκλοφορία του αίματος. Αν αυτό παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να προκαλέσει ισχαιμία και νέκρωσης της περιοχής. Η παραφίμωση πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα από ουρολόγο.